ιδιόκτητος

ιδιόκτητος
ος, ο[ν] частный, собственный;

ιδιόκτητο αυτοκίνητο — собственная машина;

ιδιόκτητον δάσος — частный лес


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ιδιόκτητος" в других словарях:

  • ἰδιόκτητος — held as private property masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιόκτητος — η, ο (ΑΜ ἰδιόκτητος, ον) αυτός που κατέχεται από κάποιον ως προσωπική περιουσία («ιδιόκτητο μέγαρο») αρχ. αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος μόνος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κτητος (< κτητός < κτώμαι), πρβλ. δορί κτητος, θεό κτητος] …   Dictionary of Greek

  • ιδιόκτητος — η, ο αυτός που είναι ιδιοκτησία κάποιου, ατομικός: Έχει ιδιόκτητο αεροπλάνο. – Ιδιόκτητο δάσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰδιόκτητον — ἰδιόκτητος held as private property masc/fem acc sg ἰδιόκτητος held as private property neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοκτήτοις — ἰδιόκτητος held as private property masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοκτήτου — ἰδιόκτητος held as private property masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοκτήτους — ἰδιόκτητος held as private property masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιόκτητα — ἰδιόκτητος held as private property neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… …   Dictionary of Greek

  • ιδιωτικός — ή, ό (ΑΜ ιδιωτικός, ή, όν) [ιδιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. 1. «ιδιωτικά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»